- καλυκάνθεμον
- κᾰλῠκ-άνθεμον, τό,A = κλύμενον, Ps.-Dsc.4.13; = περικλύμενον, ib. 14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλυκάνθεμον — καλυκάνθεμον, τὸ (Α) βοτ. 1. το φυτό κλύμενον 2. το φυτό περικλύμενον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ἄνθεμον «ἄνθος»] … Dictionary of Greek
καλυκάνθεμον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)